plumeux
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | plumeux | plumeux |
θηλυκό | plumeuse | plumeuses |
Επίθετο[επεξεργασία]
plumeux (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που φαίνεται να είναι καλυμμένος με πούπουλα