poids lourd
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
poids lourd | poils lourds |
poids lourd (fr) αρσενικό
- η νταλίκα
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
poids lourd | poils lourds |
poids lourd (fr) αρσενικό