porko
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | porko | porkoj |
αιτιατική | porkon | porkojn |
porko (eo)
- (θηλαστικό ζώο) το γουρούνι, ο χοίρος