postaĵo
(Ανακατεύθυνση από postajho)
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | postaĵo | postaĵoj |
αιτιατική | postaĵon | postaĵojn |
postaĵo (eo)
- τα οπίσθια
- Li ŝian belan postaĵon rigardis.