preplan

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας preplan
γ΄ ενικό ενεστώτα preplans
αόριστος preplanned
παθητική μετοχή preplanned
ενεργητική μετοχή preplanning

Ετυμολογία [επεξεργασία]

preplan < pre- + plan

Ρήμα[επεξεργασία]

preplan (en)

  • προσχεδιάζω
    The crime has been preplanned, it didn’t happened in a fit of anger.
    Το έγκλημα το είχε προσχεδιάσει, δεν έγινε σε βρασμό ψυχής.

Συγγενικά[επεξεργασία]