plan

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

plan < (άμεσο δάνειο) γαλλική plan < λατινική planus

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /plæn/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
plan plans

plan (en)

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας plan
γ΄ ενικό ενεστώτα plans
αόριστος planned
παθητική μετοχή planned
ενεργητική μετοχή planning

plan (en)

  1. σχεδιάζω
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) σκοπεύω ή περιμένω να κάνω κάτι
    I plan on starting early.
    Σκοπεύω να ξεκινήσω νωρίς.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη intend

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
plan plans

Ετυμολογία [επεξεργασία]

plan < ... < λατινική planus
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: → δείτε τη λέξη planus

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

plan (fr) αρσενικό

  1. ο χάρτης
     συνώνυμα: carte, charte
  2. το σχέδιο, o σχεδιασμός
  3. (γεωμετρία) το επίπεδο

Πηγές[επεξεργασία]



Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

plan (pl)αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]