plan
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- plan < (άμεσο δάνειο) γαλλική plan < λατινική planus
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
plan | plans |
plan (en)
- το σχέδιο, κάτι που σκοπεύω να κάνω ή να πετύχω
- ↪ What are your plans for the summer?
- Ποια είναι τα σχέδια σου για το καλοκαίρι;
- ↪ I don’t have set plans.
- Δεν έχω καθορισμένα σχέδια.
- ↪ All his plans fell through.
- Όλα του τα σχέδια απότυχαν.
- ↪ What are your plans for the summer?
- το σχέδιο, ένα σύνολο πραγμάτων που πρέπει να κάνω για να πετύχω κάτι, ειδικά αυτό που έχει εξεταστεί εκ των προτέρων λεπτομερώς
- ↪ I must stay up tonight in order to finish these plans.
- Πρέπει να ξενυχτήσω απόψε για να τελειώσω αυτά τα σχέδια.
- ↪ I must stay up tonight in order to finish these plans.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | plan |
γ΄ ενικό ενεστώτα | plans |
αόριστος | planned |
παθητική μετοχή | planned |
ενεργητική μετοχή | planning |
plan (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) σχεδιάζω, προγραμματίζω, κάνω λεπτομερείς ρυθμίσεις για κάτι που θέλω να κάνω στο μέλλον
- ↪ We’re planning to buy a jeep.
- Σχεδιάζουμε ν' αγοράσουμε ένα τζιπ.
- ↪ our planned trip to Canada - η σχεδιαζόμενη επίσκεψή μας στον Καναδά
- ↪ The broadcast was planned for Sunday.
- Η εκπομπή ήταν προγραμματισμένη για την Κυριακή.
- ↪ Do you have anything planned for tomorrow?/Have you planned anything for tomorrow?
- Έχετε προγραμματήσει τίποτα γι' αύριο;
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη organize
- ↪ We’re planning to buy a jeep.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) σχεδιάζω, σκοπεύω ή περιμένω να κάνω κάτι
- (μεταβατικό) σχεδιάζω, κάνω ένα σχέδιο για κάτι
Σύνθετα
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- plan (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- plan (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 799. ISBN 9780194325684., λήμμα: σκοπεύω
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
plan | plans |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]plan (fr) αρσενικό
Πηγές
[επεξεργασία]- plan - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]plan (pl)αρσενικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα γαλλικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (αμερικανικά αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το 'stop' (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (γαλλικά)
- Λέξεις με ετυμολογικούς απογόνους (γαλλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Γεωμετρία (γαλλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (πολωνικά)
- Πολωνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (πολωνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (πολωνικά)