design

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
design designs

design (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το σχέδιο, η γενική διάταξη των διαφορετικών τμημάτων του κάτι που κατασκευάζεται, όπως ένα κτίριο, ένα βιβλίο, μια μηχανή κτλ.
    the design of your house - το σχέδιο του σπιτιού σας
    the design of a garden - το σχέδιο ενός κήπου
    Your chairs have a nice design.
    Οι καρέκλες σου έχουν ωραίο σχέδιο.
  2. (μη μετρήσιμο) ο σχεδιασμός, η διαδικασία του να αποφασίσει πώς κάτι θα φαίνεται, θα λειτουργήσει κτλ.
    urban design - πολεοδομικός σχεδιασμός
    design of the production process - σχεδιασμός της παραγωγικής διαδικασίας
  3. (μετρήσιμο) το σχέδιο από το οποίο μπορεί να χτιστεί κάτι
    an architectural design - αρχιτεκτονικό σχέδιο
    I make the designs of a building.
    Kάνω τα σχέδια ενός κτιρίου.
  4. (μετρήσιμο) το σχέδιο, μια διάταξη γραμμών και σχημάτων ως διακόσμηση
    fabrics with designs - υφάσματα με σχέδια
    decorative/geometrical designs - διακοσμητικά/γεωμετρικά σχέδια
     συνώνυμα: pattern
  5. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το σχέδιο με πρόθεση
    Was the world made accidentally or by design?
    Έγινε ο κόσμος τυχαία ή με σχέδιο;

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας design
γ΄ ενικό ενεστώτα designs
αόριστος designed
παθητική μετοχή designed
ενεργητική μετοχή designing

design (en)

  • σχεδιάζω, αποφασίζω πώς θα φαίνεται, πώς θα λειτουργήσει κάτι κτλ., σχεδιάζοντας σχέδια, φτιάχνοντας μοντέλα υπολογιστών κτλ.
    cars designed by… - αυτοκίνητα σχεδιασμένα από τον…
    I am designing a new city.
    Σχεδιάζω μια νέα πόλη.
    I design clothes/furniture/scenery.
    Σχεδιάζω ρούχα/έπιπλα/σκηνικά.
    We must design a plan which will bring us votes.
    Πρέπει να σχεδιάσουμε μια πολιτική που θα μας φέρει ψήφους.

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
design designs

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

design (fr) αρσενικό