pattern
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pattern | patterns |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- pattern < μέση αγγλική patron
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pattern (en)
- το μοτίβο, ο κανονικός τρόπος με τον οποίο κάτι συμβαίνει ή γίνεται
- ↪ patterns of behavior - μοτίβα συμπεριφοράς
- ↪ geometric and numerical patterns - γεωμετρικά και αριθμητικά μοτίβα
- ↪ The pattern of violence must stop.
- Το μοτίβο της βίας πρέπει να σταματήσει.
- ↪ It follows the same pattern.
- Ακολουθεί το ίδιο μοτίβο.
- ↪ I observed an odd pattern.
- Παρατήρησα ένα παράξενο μοτίβο.
- το πρότυπο, το υπόδειγμα, ένα εξαιρετικό παράδειγμα για να ακολουθήσει κάποιος
- ↪ She is the pattern of all virtues.
- Είναι πρότυπο/υπόδειγμα κάθε αρετής.
- ↪ She is the pattern of all virtues.
- το σχέδιο, μια τακτική διάταξη γραμμών, σχημάτων, χρωμάτων κτλ. για παράδειγμα σε ύφασμα, χαλιά κτλ.
- (πληροφορική) συμβολοσειρά που περιέχει σύμβολα υποκατάστασης (wildcard characters) και χρησιμοποιείται για ταίριασμα (matching) με άλλες συμβολοσειρές
Παράγωγα[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Pattern (disambiguation) στην αγγλική Βικιπαίδεια
Πηγές[επεξεργασία]
- pattern - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 860, 917. ISBN 9780194325684., λήμμα: σχέδιο, υπόδειγμα