pattern

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
pattern patterns

Ετυμολογία [επεξεργασία]

pattern < μέση αγγλική patron

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈpa.t(ə)n/ (ΗΒ)
ΔΦΑ : /ˈpæ.təɹn/ (ΗΠΑ)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

pattern (en)

  1. το μοτίβο, ο κανονικός τρόπος με τον οποίο κάτι συμβαίνει ή γίνεται
    patterns of behavior - μοτίβα συμπεριφοράς
    geometric and numerical patterns - γεωμετρικά και αριθμητικά μοτίβα
    The pattern of violence must stop.
    Το μοτίβο της βίας πρέπει να σταματήσει.
    It follows the same pattern.
    Ακολουθεί το ίδιο μοτίβο.
    I observed an odd pattern.
    Παρατήρησα ένα παράξενο μοτίβο.
  2. το πρότυπο, το υπόδειγμα, ένα εξαιρετικό παράδειγμα για να ακολουθήσει κάποιος
    She is the pattern of all virtues.
    Είναι πρότυπο/υπόδειγμα κάθε αρετής.
  3. το σχέδιο, μια τακτική διάταξη γραμμών, σχημάτων, χρωμάτων κτλ. για παράδειγμα σε ύφασμα, χαλιά κτλ.
    fabrics with patterns - υφάσματα με σχέδια
    decorative/geometrical patterns - διακοσμητικά/γεωμετρικά σχέδια
     συνώνυμα: design
  4. (πληροφορική) συμβολοσειρά που περιέχει σύμβολα υποκατάστασης (wildcard characters) και χρησιμοποιείται για ταίριασμα (matching) με άλλες συμβολοσειρές

Παράγωγα[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]