πλάνο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πλάνο | τα | πλάνα |
γενική | του | πλάνου | των | πλάνων |
αιτιατική | το | πλάνο | τα | πλάνα |
κλητική | πλάνο | πλάνα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πλάνο < αρχ ελληνικά : πλάνος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πλάνο ουδέτερο
- αυτός που παραστρατεί, οδηγεί σε σφάλμα, απατεώνας, απατηλός, πλάνος, ὁ = πλάνη
πλαν-όδιος, -α, -ον, αυτός που βαδίζει σε μονοπάτια, περιπλανώμενος