princo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | princo | princoj |
αιτιατική | princon | princojn |
princo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | princo | princoj |
αιτιατική | princon | princojn |
princo (eo)