probant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- probant < λατινική probans, μετοχή ενεστώτα του probare (αποδεικνύω)
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | probant | probants |
θηλυκό | probante | probantes |
probant (fr)