probité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
probité | probités |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
probité (fr) θηλυκό
- η ακεραιότητα, η τιμιότητα, η εντιμότητα
ενικός | πληθυντικός |
probité | probités |
probité (fr) θηλυκό