proksimiĝo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | proksimiĝo | proksimiĝoj |
αιτιατική | proksimiĝon | proksimiĝojn |
proksimiĝo (eo)
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
- proksimigho στο H-sistemo
- proksimigxo στο X-sistemo