propedeŭtiko
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- propedeŭtiko < propedeŭtik- + -o
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | propedeŭtiko | propedeŭtikoj |
αιτιατική | propedeŭtikon | propedeŭtikojn |
propedeŭtiko (eo)