prospecteur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό prospecteur prospecteurs
θηλυκό prospectrice prospectrices

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

prospecteur (fr)

  1. διερευνητής
  2. αυτός που ψάχνει νέα πελατεία για λογαριασμό μιας εταιρείας

Συγγενικά[επεξεργασία]