prospecteur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | prospecteur | prospecteurs |
θηλυκό | prospectrice | prospectrices |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
prospecteur (fr)
- διερευνητής
- αυτός που ψάχνει νέα πελατεία για λογαριασμό μιας εταιρείας
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη prospecter