protestado
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- protestado < protesti (διαμαρτύρομαι) + -ad- + -o
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | protestado | protestadoj |
αιτιατική | protestadon | protestadojn |
protestado (eo)
- η διαρκής διαμαρτυρία