pruntokarto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pruntokarto | pruntokartoj |
αιτιατική | pruntokarton | pruntokartojn |
pruntokarto (eo)
- κάρτα δανειστικής βιβλιοθήκης