psikanalizisto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- psikanalizisto < psikanaliz + -ist- + -o
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | psikanalizisto | psikanalizistoj |
αιτιατική | psikanaliziston | psikanalizistojn |
psikanalizisto (eo)