psycho-

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: psycho

Διαγλωσσικοί όροι[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

psycho- < (λόγιο δάνειο) αρχαία ελληνική ψυχο- ή μέσω της λατινικής: νεολατινική psycho- < ψυχή

Πρόθημα[επεξεργασία]

psycho-

  • (λόγιο) για το σχηματισμό όρων που αφορούν τον ψυχικό και πνευματικό κόσμο του ανθρώπου

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]



Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

psycho- < (λόγιο δάνειο) αρχαία ελληνική ψυχο- < ψυχή

Πρόθημα[επεξεργασία]

psycho- (en)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

psycho- < (λόγιο δάνειο) αρχαία ελληνική ψυχο- < ψυχή

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /psi.kɔ/

Πρόθημα[επεξεργασία]

psycho- (fr)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]