pulvériseur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pulvériseur | pulvériseurs |
pulvériseur (fr) αρσενικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη pulvériser