pulvérulent
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | pulvérulent | pulvérulents |
θηλυκό | pulvérulente | pulvérulentes |
pulvérulent (fr)
- Chaux pulvérulente. Κονιορτώδης ασβέστης.
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη pulvériser