punca
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | punca | puncaj |
αιτιατική | puncan | puncajn |
punca (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | punca | puncaj |
αιτιατική | puncan | puncajn |
punca (eo)