punlaborejo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | punlaborejo | punlaborejoj |
αιτιατική | punlaborejon | punlaborejojn |
punlaborejo (eo)
- το κάτεργο