puno
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | puno | punoj |
αιτιατική | punon | punojn |
puno (eo)
- η ποινή
- ili atendas sian mortigan punon - αναμένουν τη θανατική τους ποινή