puno

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

puno < pun + -o

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική puno punoj
αιτιατική punon punojn

puno (eo)

ili atendas sian mortigan punon - αναμένουν τη θανατική τους ποινή