quadricipital
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | quadricipital | quadricipitals |
θηλυκό | quadricipitale | quadricipitales |
Επίθετο[επεξεργασία]
quadricipital (fr)
- σχετικός με τους τετρακέφαλους μηριαίους μύωνες