quarantenaire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
quarantenaire | quarantenaires |
Επίθετο[επεξεργασία]
quarantenaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- τεσσαρακονταετής
- (κατ’ επέκταση) που είναι από 40 έως 49 ετών