racetrack
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
racetrack | racetracks |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
racetrack (en)
- η πίστα για αγώνες με δρομείς, αυτοκίνητα, ποδήλατα κτλ.
- ↪ a motorcycle racetrack - πίστα αγώνων μοτοσικλετών
- (αμερικανική σημασία) το ιπποδρόμιο, η πίστα ιπποδρομιών
- ↪ The racetrack has an oval track, which has a length of 2000 meters.
- Το ιπποδρόμιο διαθέτει μία οβάλ πίστα, η οποία έχει μήκος 2000 μέτρων.
- ≈ συνώνυμα: racecourse (βρετανικά αγγλικά)
- ↪ The racetrack has an oval track, which has a length of 2000 meters.