raffica
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- raffica < παλαιά άνω γερμανική raffon
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈraf.fi.ka/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
raffica | raffiche |
raffica (it) θηλυκό
- (μετεωρολογία) ριπή ανέμου
- ριπή από πυρά
Πηγές[επεξεργασία]
- raffica - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).