ragot
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
ragot | ragots |
ragot (fr) αρσενικό
- νεαρός αγριόχοιρος ανάμεσα δύο και τριών ετών
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
ragot | ragots |
ragot (fr) αρσενικό
- το κουτσομπολιό, η κακολογία