raisonnable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- raisonnable < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
raisonnable | raisonnables |
raisonnable (fr) αρσενικό ή θηλυκό