rating

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
rating ratings

rating (en)

  1. (μετρήσιμο) η κατάταξη, η βαθμολογία, μια μέτρηση του πόσο καλός, δημοφιλής, σημαντικός κτλ. είναι κάποιος ή κάτι, ειδικά σε σχέση με άλλα άτομα ή πράγματα
    the rating of such-and-such a restaurant - η κατάταξη του τάδε εστιατορίου
    The movies which have the highest ratings right now.
    Οι ταινίες που έχουν την υψηλότερη βαθμολογία αυτή τη στιγμή.
     συνώνυμα: ranking
  2. (μόνο στον πληθυντικό) η ακροαματικότητα
    Her show has high ratings.
    Το πρόγραμμά της έχει μεγάλη ακροαματικότητα.

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

rating (en)

Πηγές[επεξεργασία]