remplissage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

remplissage < remplir

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
remplissage remplissages

remplissage (fr) αρσενικό

  1. το γέμισμα, η πληρότητα, η πλήρωση
  2. το παραγέμισμα ενός κειμένου με άχρηστα στοιχεία