renklodo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- renklodo < γαλλική reine-claude
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | renklodo | renklodoj |
αιτιατική | renklodon | renklodojn |
renklodo (eo)
- το κορόμηλο