repertuaro
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | repertuaro | repertuaroj |
αιτιατική | repertuaron | repertuarojn |
repertuaro (eo)
- (μουσική) το ρεπερτόριο