reprezentantaro
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- reprezentantaro < reprezentanto (εκπρόσωπος, αντιπρόσωπος) + aro (ομάδα, σύνολο)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | reprezentantaro | reprezentantaroj |
αιτιατική | reprezentantaron | reprezentantarojn |
reprezentantaro (eo)