resort

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

resort (en)

  1. θέρετρο
  2. ριζόρτ
  3. καταφυγή, προσφυγή

Ρήμα[επεξεργασία]

resort (en)

  1. καταφεύγω, προσφεύγω, αναγκάζομαι να επιλέξω μια λιγότερο επιθυμητή λύση
  2. επαναταξινομώ