resumo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | resumo | resumoj |
αιτιατική | resumon | resumojn |
resumo (eo)
- η περίληψη
- mallonga resumo - σύντομη περίληψη
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
resumo (pt)