rink
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
rink | rinks |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
rink (en)
- η πίστα παγοδρομιών
- ↪ an ice skating rink - πίστα παγοδρομίων
- ≈ συνώνυμα: ice rink και skating rink