rompiĝo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rompiĝo | rompiĝoj |
αιτιατική | rompiĝon | rompiĝojn |
rompiĝo (eo)
- το ρήγμα (που έχει υποστεί κάποιος ή κάτι)