root out
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | root out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | roots out |
αόριστος | rooted out |
παθητική μετοχή | rooted out |
ενεργητική μετοχή | rooting out |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]root out (en)