root out

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας root out
γ΄ ενικό ενεστώτα roots out
αόριστος rooted out
παθητική μετοχή rooted out
ενεργητική μετοχή rooting out

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
→ δείτε τις λέξεις root και out

root out (en)