rugissant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- rugissant < rugir
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | rugissant | rugissants |
θηλυκό | rugissante | rugissantes |
rugissant (fr)
- που βρυχάται
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη rugir