rusticle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
rusticle | rusticles |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- rusticle < συμφυρμός των rust + icicle. Η λέξη επινοήθηκε από τον ωκεανογράφο Ρόμπερτ Μπάλαρντ (Robert Ballard), ο οποίος ανακάλυψε το ναυάγιο του Τιτανικού το 1985, σε βάθος 3.800 μέτρων, στον Ατλαντικό Ωκεανό.
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
rusticle (en)
- (νεολογισμός) σχηματισμός σκουριάς σε μορφή παγοκρύσταλλου ή σταλακτίτη, ο οποίος δημιουργείται σε μεγάλα βάθη των θαλασσών από την οξείδωση του σφυρήλατου σιδήρου, εξαιτίας μικροοργανισμών που τρέφονται με σίδηρο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- rusticle στην αγγλική Βικιπαίδεια
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
rusticle | rusticles |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- rusticle < (άμεσο δάνειο) αγγλική rusticle
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
rusticle (fr) αρσενικό
- (νεολογισμός) → δείτε αγγλική rusticle
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- rusticle στη γαλλική Βικιπαίδεια
Κατηγορίες:
- Συμφυρμοί (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Νεολογισμοί (αγγλικά)
- Δάνεια από τα αγγλικά (γαλλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (γαλλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Νεολογισμοί (γαλλικά)