s'inquiéter
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- s'inquiéter < inquiéter
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /s‿ ɛ̃.kjɛ.tɛ/
Ρήμα[επεξεργασία]
s'inquiéter (fr) (pronominal: αντωνυμικό)
- αρχίζω να ανησυχώ, έχω ανησυχία για κάτι
- s'inquiéter de - (με, σε, τον, ...) απασχολεί (κάτι/κάποιος), στεναχωριέμαι για
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη inquiéter