sablé

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: sable

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
sablé sablés

sablé (fr) αρσενικό

  1. μικρό μπισκότο με εύθραυστη δομή

Επίθετο[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό sablé sablés
θηλυκό sablée sablées

sablé (fr)

  1. που έχει την υφή ενός τέτοιου μπισκότου