sablage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- sablage < sable
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
sablage | sablages |
sablage (fr) αρσενικό
- η επικάλυψη με άμμο
- ο καθαρισμός μεταλλικής επιφάνειας με ρίψη άμμου
- (γαστρονομία) το ζύμωμα ενός ζυμαριού ώστε να πάρει μια υφή σπυρωτή, σαν της άμμου