sagittaire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
sagittaire | sagittaires |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sagittaire (fr) αρσενικό
- (παρωχημένο) τοξότης, κυρίως στο ρωμαϊκό στρατό
Δείτε επίσης : Sagittaire |
ενικός | πληθυντικός |
sagittaire | sagittaires |
sagittaire (fr) αρσενικό