salato
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός |
---|---|
ονομαστική | salato |
αιτιατική | salaton |
salato (eo)
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
salato (it)