scandal
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
scandal | scandals |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
scandal (en)
- το σκάνδαλο
- ↪ They tried to suppress the scandal.
- Προσπάθησαν να συγκαλύψουν το σκάνδαλο.
- ↪ They tried to suppress the scandal.
Πηγές[επεξεργασία]
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
scandal (ro)