scrabble
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
/ˈskræb(ə)l/
/ˈskrabəl/
Ρήμα[επεξεργασία]
scrabble (en)
- ψαχουλεύω ατάκτως
- γρατσουνώ, νυχιάζω (συνήθως για ζώο σε αντικείμενο)
- αναρριχώμαι, σκαρφαλώνω
- (μεταφορικά) παλεύω-κοπιάζω να αποκτήσω ή να πετύχω (σε) κάτι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
scrabble (en)
- το ψαχούλεμα