senato
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | senato | senatoj |
αιτιατική | senaton | senatojn |
senato (eo)
- η γερουσία
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
senato (it)
- η γερουσία